στιλβωτήρας

στιλβωτήρας
ο, Ν
ιατρ. εργαλείο που χρησιμοποιούν οι οδοντίατροι για το γυάλισμα τών δοντιών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < στιλβώνω + επίθημα -τήρας (πρβλ. οδοστρω-τήρας). Η λ. μαρτυρείται από το 1847 στον Γρ. Χαντσερή].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”